- παράτρεχε
- παρατρέχωrun bypres imperat act 2nd sgπαρατρέχωrun byimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράτρεχ' — παράτρεχε , παρατρέχω run by pres imperat act 2nd sg παράτρεχε , παρατρέχω run by imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρέχω — ΝΜΑ αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά» νεοελλ. 1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο 2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς… … Dictionary of Greek